-
1 διαινω
1) смачивать, увлажнять(χείλεα, sc. οἴνῳ Hom.; med. χρύσεα μαζῶν μῆλα Anth.)
διαίνεσθαι ὄσσε Aesch. — плакать;τὸ βάψαι διῇναι (v. l. μιῇναι) κέκληκεν ὅ ποιητής Plut. — поэт (т.е. Гомер) употребил διῇναι вместо βαψαι2) быть влажным(τὰ θυμιατὰ διαίνει Arst.)
3) оплакивать(δίαινε πῆμα Aesch. - v. l. αἴαζε)
4) med. плакать, рыдать(διαίνεσθε, Πέρσαι Aesch.)